- πεζικοῦ
- πεζικόςon footmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Национальная гвардия Республики Кипр — Εθνική Φρουρά Эθники Фрура Национальная Гвардия Эмблема национальной гвардии Республики Кипр Страна … Википедия
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
8th Infantry Division (Greece) — Infobox Military Unit unit name= 8th Infantry Division VIII Μεραρχία Πεζικού caption= Flag of the 8th Infantry Division dates= 1913 1941, 1946 today country= flag|Greece branch= Hellenic Army type= Infantry role= size= 2 Regiments, 3 Battalions… … Wikipedia
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
εμπροσθοφυλακή — Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού… … Dictionary of Greek
εφαρμογή — η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω] προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη,… … Dictionary of Greek